- παλιντοκία
- παλιντοκία, ἡ (Α)1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί2. η παλιγγενεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τοκία (< -τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ-τοκία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιντοκία — παλιντοκίᾱ , παλιντοκία demand for repayment of interest fem nom/voc/acc dual παλιντοκίᾱ , παλιντοκία demand for repayment of interest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιντοκίαν — παλιντοκίᾱν , παλιντοκία demand for repayment of interest fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek